υποκλήζω

υποκλήζω
και ιων. τ. ὑποκληΐζω Α
1. γνωστοποιώ κάτι κρυφά
2. παθ. ὑποκλήζομαι
γίνομαι γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κλῄζω «επαινώ, εξαίρω, κάνω κάποιον γνωστό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”